- ἐμαλάκυνε
- ἐμαλάκῡνε , μαλακύνωsoftenaor ind act 3rd sgἐμαλάκῡνε , μαλακύνωsoftenimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλακύνω — (Α μαλακύνω) [μαλακός] 1. μαλακώνω, απαλύνω 2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι αρχ. 1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ) 2. παθ. μαλακύνομαι γίνομαι οκνηρός και δειλός («ὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ… … Dictionary of Greek